Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αστερίσκος
1 item total
αστερίσκος [asterískos] ο, (L)
  • ① small star-shaped ornament or decoration (syn αστράκι1 2):
    • κάτω από τα χείλη των αγγείων αυτών υπάρχουν μια ή περισσότερες ζώνες στολισμένες με κυμάτια, αστραγάλους, αστερίσκους, .. πουλιά και άλλα θέματα (DLazaridis)
  • ② typogr asterisk:
    • σημείωση με αστερίσκο |
    • λέξη σημαδεμένη με αστερίσκο |
    • οι εκθειαστικοί αστερίσκοι των Mπαίδεκερ (Baedeker) έχουν μετατρέψει την Ίζολα Mπέλλα σ' ένα από τα αξιοθέατα των ιταλικών λιμνών (Ouranis)
  • ③ Gr Orthod Ch curved metal utensil, shaped like a star or cross, placed on the paten to prevent the veil fr touching the Eucharist, asterisk

[fr kath αστερίσκος ← postmed, MG ← PatrG, K (dimin of ἀστήρ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go