Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασταφίδιαστος, -η, -ο [astafí∂jastos]
- ① not turned into a raisin (syn ασταφίδωτος 1, ant σταφιδιασμένος):
- ασταφίδιαστη ρώγα |
- ασταφίδιαστο σταφύλι
- ② fig not dried up (ant ξεραμένος, σταφιδιασμένος):
- ασταφίδιαστα βύσσινα, δαμάσκηνα
- ⓐ unwrinkled, unlined (syn αρυτίδωτος 1, ant σταφιδιασμένος):
- ασταφίδιαστο πρόσωπο
[cpd w. *σταφιδιαστός (: σταφιδιάζω)]
- ① not turned into a raisin (syn ασταφίδωτος 1, ant σταφιδιασμένος):