Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασπρειδερός, -ή, -ό [aspri∂erós] (sp. also ασπριδερός) (& ασπρουδερός &
- Palam ασπροδερός) whitish (syn ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρικος, ασπρουλός, ασπρούτσικος, L υπόλευκος):
- ασπρειδερή γραμμή, ιτιά, ομίχλη, πέτρα |
- ασπρειδερό αυλάκι, κεφάλι, πλαστικό, πρόσωπο, φως |
- ασπρειδερά μυρμήγκια, σύννεφα, χωράφια |
- ήρθε σέρνοντας απ' το σκοινί δυο γίδες, μια μαύρη και μια ασπρειδερή (Drosinis) |
- στη βορεινή παραλία διακρινότανε σαν ασπρειδερή κηλίδα το Hράκλειο (Kondylakis) |
- στα ρηχά η θάλασσα κυλάει πρασινοκίτρινη κι ασπρειδερή (KPolitis) |
- τα γράμματα ήταν βαθιά σκαμμένα .. πάνω στην ασπρουδερή φλούδα (Myriv) |
- poem τ' ασπροδερό περιγιάλι των βράχων (Palam)
[der of ασπρειδής (thus in Pontic) (this fr ασπροειδής 'white' LSJ Suppl) w. suff -ερός; cf Pontic (Kerasous) μαυροειδής/μαυρειδερός]
- Palam ασπροδερός) whitish (syn ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρικος, ασπρουλός, ασπρούτσικος, L υπόλευκος):



