Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπράδι
1 εγγραφή
ασπράδι [asprá∂i] το,
  • ① white patch, spot or part, white:
    • ~του αβγού egg white, albumen (syn λεύκωμα) |
    • μου αρέσει τ' ~ |
    • ~ του ματιού the white of the eye (syn άσπρο 1b) |
    • phr τον κοιτάζω με τ' ασπράδια των ματιών I look at him w. suspicion or dislike |
    • το χλώριο άφησε ασπράδια στο ύφασμα |
    • το δέρμα της γέμισε ασπράδια
  • ② med glaucoma (syn γλαύκωμα, πανάδα)
  • ③ white cosmetic powder (made of lead carbonate) (near-syn πούδρα)

[fr postmed, MG ασπράδι ← ασπράδιν (Ms of Athos 1613) and dial (Livisi, Chios etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες