Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπίδα1 [aspí∂a] η, (L)
- ① milit shield (syn σκουτάρι):
- το φεγγάρι ανεβαίνει ψηλά, ολοστρόγγυλο και μεταλλικό, όμοιο με αρχαία ~(ChZalokostas) |
- ήσαν κάπου πενήντα άντρες με δόρατα .. κι ασπίδες (Karagatsis) |
- ο αρχικός τρούλος της Aγιάς Σοφιάς δεν ήταν τρούλος αλλά ~ επί λοφίων (Michelis)
- ⓐ fig protector, guard, shield (near-syn προστάτης):
- γονατισμένοι μπροστά στην παλληκαριά των λίγων φαντάρων, που είχαν καταντήσει η ~της Eλλάδας (ChZalokostas) |
- poem είναι η δική σου ~| η αγάπη του λαού (Markoras)
- ② protective barrier, screen, shield (near-syn κάλυμμα, προπέτασμα):
- το τοιχάκι είναι η ~που εμποδίζει τα κακά πνέματα να μπούνε στο σπίτι (Kazantz) |
- δίπλα του .. βρισκόταν κάποιος που του έκανε ~ (Ouranis) |
- η διορατικότητά του .. αποτελεί μια ~ και για τον ίδιο τον εαυτό του (Chatzinis) |
- τράβηξε την εφημερίδα .. και την έβαλε πάλι ~ μπροστά του (Koumantareas) |
- poem το καλοκαίρι αντίνηλιο και ασπίδες το χειμώνα | στέκουνε ολόρθα τα βουνά κλ (Zevgoli)
- ③ prophylactic, sheath, condom (syn καπότα, L προφυλακτικό)
[fr kath ασπίς ← MG ← K (also pap), AG]
- ① milit shield (syn σκουτάρι):
- ασπίδα2 [aspí∂a] η, zoo
- asp, viper (syn αστρίτης):
- poem ποιος πηλαλάει θριαμβικά στη ζέστη αυτή των τροπικών; | κάκτοι, ασπίδες, λεοπάρδαλοι και κόμπρες (Tziovas)
[fr postmed, MG ασπίδα (& οσπίδα Rhodes) ← K (also pap), AG, perh fr the shape of this snake's head]
- asp, viper (syn αστρίτης):
- ασπίδιο [aspí∂io] το, (L) milit, in phr ~πυροβόλου
- steel plate attached to gun for deflecting shrapnel, gun shield
[fr kath ασπίδιον ← K (also pap), dimin of ἀσπίς]
- ασπιδίσκη [aspi∂ísci] η, (L)
- ① decorative plate around keyhole, escutcheon:
- στο αριστερό φύλλο [της θύρας] υπάρχει μια διακοσμητική ~(Dakaris)
- ② naut board or plate bearing the name of a ship, nameplate
[fr kath ασπιδίσκη ← K (LXX+), dimin of ἀσπίς]
- ① decorative plate around keyhole, escutcheon:
- ασπιδοειδής, -ής, -ές [aspi∂oi∂ís] (L) arche.
- shaped like a shield, scutiform (syn ασπιδόμορφος):
- ασπιδοειδή κουμπιά
[fr kath ασπιδοειδής ← K (also pap) cpd of ἀσπίς & combin form -ειδής]
- shaped like a shield, scutiform (syn ασπιδόμορφος):
- ασπιδόμορφος, -η, -ο [aspi∂όmorfos] (L) = ασπιδοειδής
[fr kath (neol) ασπιδόμορφος, cpd w. combin form -μορφος (: μορφή)]
- ασπιδοφόρος1 [aspi∂ofόros] ο,
- shield bearer:
- πίσω από μία τράπεζα .. προβάλλουν τρεις νέοι ασπιδοφόροι (Karouzou)
[fr kath ασπιδοφόρος ← K, cpd w. combin form -φόρος (: φέρω)]
- shield bearer:
- ασπιδοφόρος2 [aspi∂ofόros] ο, adj
- shield bearing:
- ~πολεμιστής, στρατιώτης |
- μπροστά πηγαίνουν οι ασπιδοφόροι υπασπιστές (Ouranis) |
- ξεκινούν για τα τρωαδικά περιγιάλια οι ασπιδοφόροι εκδικητές της Eλένης (Panatiotop)
[fr kath ασπιδοφόρος ← K, cpd w. combin form -φόρος (: φέρω)]
- shield bearing: