Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπατάλευτος, -η, -ο [aspatáleftos]
- not squandered or wastefully spent (syn ασκόρπιστος 2, ασπατάλητος, ant σπαταλημένος):
- ασπατάλευτα πλούτη
[cpd w. *σπαταλευτός (: σπαταλεύω); cf kath (Koumanoudis) σπατάλευσις]
- not squandered or wastefully spent (syn ασκόρπιστος 2, ασπατάλητος, ant σπαταλημένος):