Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπασμός
1 εγγραφή
ασπασμός [aspazmós] ο, (L)
  • ① kissing, kiss (syn ανασπασμός, φίλημα, φιλί):
    • ~του Iούδα Judas' kiss |
    • τελευταίος ~ kiss given to the dead before burial |
    • ο άμεσος εξαναγκασμός σε ασπασμό παραβιάζει διάταξη της οικουμενικής διακήρυξης για τα δικαιώματα του ανθρώπου |
    • μου 'δωκε έναν ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο (Kondylakis) |
    • poem το μισθό μου σαν παίρνω και σπίτι γυρνώ, | τι ασπασμοί και δεξίματ' απ' όλους (Stavrou Ar) |
    • .. ταξιδεύει σ' ασπασμούς ζεφύρων το νησάκι μας (MPetridis)
  • ② fig usu pl ασπασμοί οι, greetings, regards (syn χαιρετίσματα, χαιρετισμοί):
    • δώσε τους ασπασμούς μου στην οικογένειά σου |
    • πρόσφερε τους ασπασμούς μου και στον καλό φίλο μας

[fr kath ασπασμός ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες