Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασκεπής, -ής, -ές [ascepís] (L)
- bareheaded, hatless, uncovered (syn ακαπέλωτος, άσκεπος 2b, ασκούφωτος, ξεσκούφωτος):
- παρακολουθούν την τελετή ασκεπείς (Athanasiadis-N) |
- και οι πρεσβύτες ακόμα ασκεπείς εκθέτουν στον αέρα γυμνά κρανία (Palaiologos) |
- φαντάζουμαι τον εαυτό μου ξυπόλυτο κι ασκεπή .. να γυρίζει τα φτωχικά σοκάκια (Alithersis)
[fr kath ασκεπής ← postmed, MG ← LK]
- bareheaded, hatless, uncovered (syn ακαπέλωτος, άσκεπος 2b, ασκούφωτος, ξεσκούφωτος):



