Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκεπής
1 εγγραφή
ασκεπής, -ής, -ές [ascepís] (L)
  • bareheaded, hatless, uncovered (syn ακαπέλωτος, άσκεπος 2b, ασκούφωτος, ξεσκούφωτος):
    • παρακολουθούν την τελετή ασκεπείς (Athanasiadis-N) |
    • και οι πρεσβύτες ακόμα ασκεπείς εκθέτουν στον αέρα γυμνά κρανία (Palaiologos) |
    • φαντάζουμαι τον εαυτό μου ξυπόλυτο κι ασκεπή .. να γυρίζει τα φτωχικά σοκάκια (Alithersis)

[fr kath ασκεπής ← postmed, MG ← LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες