Greek-English Dictionary (Georgakas)
10 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ασκί [ascí] το,
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn αραγός [cf IΛ αρραγός], ασκός, τουλούμι):
- ~του κρασιού, του λαδιού, του νερού, του τυριού |
- ~ της γκάιντας |
- phr βρέχει (or ρίχνει) με το ~ it's raining cats and dogs, it's coming down in buckets (syn phr βρέχει με το τουλούμι) |
- phr (τον έκαναν) ~στο ξύλο (they) beat the devil out of (him), they beat him black and blue (syn phr τόπι or τουλούμι στο ξύλο) |
- παραφουσκωμένο ~ inflated or bombastic person or thing, windbag |
- πεδικλώθηκε ο ναύτης και κύλησε χάμω σαν ~ (Karkavitsas) |
- οι σύντροφοι του Oδυσσέα ανοίγουν το ~ με τους ανέμους (Kakridis) |
- οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανιασμένες σαν ασκιά (Myriv) |
- κουβαλούν το νερό από τα χαντάκια ως το χωράφι τους μέσα σε ασκιά (Evelpidis)
- ⓐ amount contained in a goatskin, skinful:
- να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν' ~κρασί καλό (Karkavitsas) |
- καταδέχτηκες και δυο ασκιά τυρί και τρία αρνιά ζωντανά; (Vlachogiannis)
- ② fig belly, stomach (syn κοιλιά):
- region. phr τα βγάζει από τ' ~του he's talking off the top of his head (syn phr τα βγάζει από την κοιλιά [or το μυαλό] του) |
- prov τι είν' ο ψύλλος, τι είν' τ' ~του; said of little and worthless things or enterprises (syn τι είν' ο κάβουρας, τι το ζουμί του)
[fr postmed, MG ασκίν ← K (also pap), AG ἀσκίον, dimin of ἀσκός]
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn αραγός [cf IΛ αρραγός], ασκός, τουλούμι):
- ασκιαγράφητος, -η, -ο [asciaγráfitos] (L)
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
- προσπαθεί να διακρίνει την ασκιαγράφητη μορφή στο σκοτάδι
- ② fig not described in broad outline, not sketched out, still unsketched:
- παρά τις δηλώσεις του αρχηγού, η πολιτική γραμμή του κόμματος παραμένει ασκιαγράφητη
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασκιαγράφητος, cpd w. *σκιαγραφητός (: σκιαγραφώ)]
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
- ασκίαστος, -η, -ο [ascíastos] (L)
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
- ασκίαστη μορφή, ασκίαστο πρόσωπο |
- πιστεύουν πως η αρχαία ζωή ήταν ασκίαστη από το πένθος (Papantoniou)
- ② undulled, untarnished:
- οι ζωγραφιές των .. Mαυροκορδάτων έμειναν ζωηρές, .. ακατάλυτες, ασκίαστες, αθάνατες (Papatsonis) |
- εξακολουθούν και σήμερα .. να είναι μια ασκίαστη δόξα (Thrylos)
[fr kath ασκίαστος ← MG (12th c.) ← LK, cpd w. σκιαστός (: σκιάζω); cf Somavera άσκιαστος]
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
- άσκιαχτα [áscjaxta] adv, region. (Crete, Pelop)
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
- προχωρεί ~
[der of άσκιαχτος]
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
- άσκιαχτος, -η, -ο [áscjaxtos]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):
- άσκιαχτο παλληκάρι |
- poem τότε ο τρανός Διομήδης ~απηλογιά του δίνει (Homer Il 5.286 Kaz-Kakr)
[cpd w. *σκιαχτός (: σκιάζω); cf ασκίαστος]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):
- ασκίδιο [ascí∂io] το, (L)
- small leather container, small goatskin (syn ασκάκι)
[fr kath ασκίδιον ← K, AG]
- ασκίλλα s. σκίλλα.
- άσκιστος, -η, -ο [áscistos] (& L άσχιστος)
- untorn, unsplit (syn αξέσκιστος):
- άσκιστο ξύλο, χαρτί |
- poem ω της σκέπης τ' άσκιστα | σκοτάδια κλ (Palam)
[fr postmed (Somavera) άσχιστος ← PatrG, K, AG]
- untorn, unsplit (syn αξέσκιστος):
- ασκίτης [ascítis] ο, (L) med
- ascites, hydroperitoneum, abdominal dropsy (syn δρώπικας, L ύδρωπας, υδρωπικία)
[fr kath ασκίτης ← K, der of ἀσκός]
- ασκιτσάριστος, -η, -ο [ascitsáristos]
- not sketched, unsketched (ant σκιτσαρισμένος)
[cpd w. *σκιτσαριστός (: σκιτσάρω)]