Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκέρι
1 εγγραφή
ασκέρι [ascéri] το,
  • ① armed force, army (syn στράτευμα L, στρατός, φουσάτο):
    • δυνατό, τρομερό ~ |
    • συνάζω ~ raise an army |
    • έκανε ~ he served in the army (syn phr έκανε [στο] στρατό) |
    • στέλνει παντού ασκέρια και πολεμοφόδια εις τις θέσεις τις αναγκαίες (Makryg) |
    • τ' ανίκητα ασκέρια του παντισάχ νικήθηκαν παντού απ' τους Pωμιούς (Karagatsis) |
    • τέτοια ασκέρια δεν είναι ικανά να βλάψουν τακτικό στρατό (ChZalokostas) |
    • τους μιλούσε για τη ματαιότητα του κόσμου .. και την παλληκαροσύνη του ασκεριού (Prevelakis) |
    • folks. κι αποβραδύς αρχίσανε, τ' ασκέρια πολεμούνε (DPetrop)
  • ② multitude, mob (syn μπουλούκι, L όχλος, πλήθος):
    • ήρθε πολύ ~ |
    • την κοινωνία .. τη θεωρούσε ένα ανοργάνωτο ~ |
    • ο τόπος έχει κάπου δεκαεφτά χιλιάδες ψυχές· τρέχα να πείσεις όλο τούτο το ~ να φυτέψει από 'να δέντρο (Manglis) |
    • poem .. κανένας απ' το ~δεν έρχεται | των πιστών του σαν άλλοτε λειτουργιά ναν του κάνει (Skipis)
  • ⓐ company (syn συντροφιά, παρέα):
    • πάει να σμίξει τ' ~του
  • ⓑ large family:
    • ο οικογενειάρχης ετοιμάζει το ~του για το μεσονυκτικό ξεκίνημα προς τη λειτουργία των Xριστουγέννων (Papatsonis, adapted)

[fr postmed ασκέρι(ν) ← Turk asker ← Arab 'asker]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες