Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασιατικά
1 εγγραφή
ασιατικά [asiatiká] adv (L)
  • in an Asian manner or style (near-syn ανατολίτικα):
    • αντικρύζανε .. μάγο ντυμένον ~

[der of ασιατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες