Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασημο-
1 item total
ασημο- [asimo] 1st me of cpds
  • ① made of, or ornamented w., silver::
    • ασημοβέλονο ασημόζωστος ασημοκοιλιά ασημοπελεκημένος ασημογάιτανο ασημοκαντήλα ασημόλαβος ασημοπίστολο ασημογιόρντανο ασημοκεραμωμένος ασημολούρι ασημοσελωμένος ασημοδαχτυλάτος ασημόκλαρος ασημομάνικος ασημοσκάλιστος ασημοδαχτυλίδι ασημοκλειδωμένος ασημοπάλουκο ασημοστόλιδο ασημοδεσιά ασημόκλωνος ασημοπαράδες ασημοστόλιστος ασημόσυρμα ασημόφραγκο ασημοχρυσοκέντητος ασημοτάσι ασημοχάτζαρο ασημοχρυσοπλούμιστος ασημοτραχηλιά ασημοχούλιαρο ασημοχρύσωτος ασημοΰφαντος ασημοχρύσαφος etc
  • ② sounding like silver:
    • ασημοβροντώ, ασημοκουδουνίζω etc
  • ⓐ silver-tongued:
    • ασημόλαλος etc
  • ③ silver-colored, silvery::
    • ασημογάλανος ασημοκύματα ασημομέτωπος ασημοστραφταλίζω ασημόγκριζος ασημολέπια ασημοντύνω ασημοφεγγοβόλισμα ασημογυαλίζω ασημόλουστος ασημοπρασινίζω ασημόφεγγος ασημοθάλασσα ασημομαλλιασμένος ασημόσταλα ασημόφωτος ασημόθωρος ασημόμαυρος ασημόστηθος etc

[der of ασήμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go