Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασβολερός, -ή, -ό [azvolerós] lit
- dark like soot, black (syn μαύρος, σκοτεινός):
- ασβολερή νύχτα |
- poem .. σωροί | νεκράνθεμα μαδούσανε σ' εκείνο | τ' ασβολερό σκοτάδι το βαρύ (Malakasis) |
- σ' αυτό το θλιβερό λιμάνι βρίσκουμαι | ξένος ερημικό σημείο σύννεφο ασβολερό (Drivas)
[fr postmed ασβολερός, der of ασβόλη w. suff -ερός; cf βροντερός, λαμπερός etc]
- dark like soot, black (syn μαύρος, σκοτεινός):



