Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασβεστόκτιστος, -η, -ο [azvestόktistos] (& D ασβεστόχτιστος) (L)
- built w. lime mortar:
- ~τοίχος |
- ασβεστόκτιστη θολωτή δεξαμενή |
- riddle ασβεστόχτιστο πηγάδι δυο λογιών νερό 'χει μέσα (the egg) |
- επάνω στο πιο ψηλό σημείο της Mολυβωτής άκρας είναι τα ασβεστόκτιστα θεμέλια κάποιου πύργου (Bakalakis) |
- βρέθηκαν .. ίχνη παλαιού ασβεστόκτιστου πύργου (Varelas)
[fr postmed (17th c.) ασβεστόκτιστος, cpd w. κτιστός]
- built w. lime mortar: