Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ας
1,572 items total [1 - 10]
ας s. άσε.
ας [as] conj
  • ① let, may (near-syn να):
    • ~ πούμε (έτσι) let us say |
    • ~ υποθέσουμε let us assume |
    • ~ μη λησμονούμε let us not forget |
    • ~ πάει να λέει let him talk, I don't care what he says |
    • ~ γίνει το θέλημά του (may) his will be done |
    • ~ γίνει ό,τι θέλει or ό,τι θέλει ~ γίνει come what may |
    • ~ είναι so be it, never mind (syn έστω) |
    • iron. ~ γελάσω! don't make me laugh! |
    • ~ το βρεις από το θεό may God requite you for this, punish you |
    • ~ μου λείπει thanks but no thanks |
    • δεν έχει ανάγκη να δουλεύει, ~ είναι καλά η σύνταξη she has no need to work thanks to the pension |
    • phr θα το πω κι ~ το πιω (sc το ρετσινόλαδο) I'll say it no matter what the consequences, I'll say it and be damned |
    • ~ τελειώσει το σχολείο και μετά παντρεύεται let her finish school first and then she can marry |
    • folkt εγώ φυλάγομαι από τα ξόβεργα ..· ~ φυλάγονται κι οι άλλοι (Loukatos) |
    • τον παρακαλώ θερμά το γιατρό· ~ μη μου στέλνει φαΐ (Myriv) |
    • ~ κοιτάξουμε τον ήλιο κι ~ ξαναπούμε τον ύμνο το δοξαστικό (Panagiotop) |
    • τώρα καλοβολεύτηκες στο σπιτάκι σου κι ~ σφάζονται οι άλλοι σαν τ' αρνιά (Tsirkas) |
    • poem τώρα ~ παύσει της κιθάρας | η γλυκόφωνη χορδή (Solom) |
    • .. λίγη είναι η χαρά κι ~ τη χαρούμε (DOikonomidis)
  • ⓐ may, maybe, at most (syn να):
    • το χωριό είναι μικρό, ~ έχει είκοσι σπίτια, όχι παραπάνω |
    • ~ ήταν όλοι κι όλοι καμιά τριανταριά (syn phr ήταν δεν ήταν)
  • ⓑ usu w. ipf should have, ought to have (syn να):
    • ~ μελετούσες, για να προβιβαστείς |
    • ~ μην ερχόσουν, άμα φοβάσαι |
    • και ποιος την υποχρεώνει να γράψει στην καθαρεύουσα; ~ έγραφε στη γλώσσα που κατέχει (KPapa) |
    • folks. σαν ήθελες, μανούλα μου, να 'χεις και γιο και νύφη, | όταν σου πρωτοχτύπησε, ~ είχες της ανοίξει (NPolitis)
  • ② usu w. και even though, even if (syn ακόμη κι αν, παρόλο που):
    • τον αγαπάει, ~ είναι και κλέφτης |
    • phr βάρα με (or τράβα με) κι ~ κλαίω keep hitting (or pulling) me even if I'm crying, said of persons who complain about their situation but make no attempt to change it |
    • θέλω να κοιτάζω και την παλιοστάνη, ~ είν' έρημη (Vlachogiannis) |
    • σηκώθηκε στο πόδι, κι ~ ήθελε τρεις ώρες να ξημερώσει (Prevelakis) |
    • τούτη η ιστορία είναι αληθινή, κι ~ φαίνεται σαν ταίριασμα της φαντασίας (Kondylakis) |
    • πως ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψει, κι ~ το φοβότανε (KChatzop) |
    • poem αμίλητη η Aθηνά εκρατήθηκε και σώπαινε, κι ~ τα 'χε | με τον πατέρα Δία κλ (Homer Il 8.460 Kaz-Kakr)
  • ③ w. ipf if only, would that:
    • ~ είχα ένα παιδί would that I had a child (syn μακάρι να) |
    • ~ μην ήμουν άρρωστος και τα λέγαμε if only I weren't ill, I would show you |
    • ~ έλειπε η πλατωνική γοητεία και θα βλέπαμε πόσο σφοδρότερη θα ορθωνόταν η αντίρρηση αντικρύ του (Panagiotop) |
    • poem ~ ήταν, θε μου, δυνατό να βγούνε απ' την απάτη (Papantoniou) |
    • ω, ~ ήξερε κανένας πώς μπαίνει | το φως των ουρανών μέσ' την ψυχή (Malakasis)

[fr postmed, MG (also pap) ας, syncopated form of άφες, 2sg aor imper of αφίημι]

ασαβάνωτος, -η, -ο [asavánotos]
  • not wrapped in a funerary shroud (ant σαβανωμένος):
    • τον έθαψαν ασαβάνωτο |
    • poem να μη βρεθεί στον κόσμο Aργίτισσα μαζί μου να τα βάλει, | τάχα πως κείτεται ~κι ας είχε τόσα πλούτη (Homer Od 2.102 Kaz-Kakr)

[cpd w. *σαβανωτός (: σαβανώνω)]

ασαβούρωτος, -η, -ο [asavúrotos]
  • ① having no ballast, unballasted (syn ανερμάτιστος 1, ant σαβουρωμένος):
    • ασαβούρωτη βάρκα |
    • ασαβούρωτο καΐκι |
    • φαντάζονται το στίχο του ποιητή σαν τρισελεύθερο κάτι και ασαβούρωτο (Palam)
  • ⓐ being without money, penniless (syn απένταρος, ant σαβουρωμένος)
  • ② fig unsteady, unstable, fickle (syn ανερμάτιστος 2, άστατος):
    • πιο πολύ την εμπιστεύομαι .. την αισθητική του ποιητή από την ψυχολογία του κόσμου την πεισματάρα και την ασαβούρωτη (Palam)

[fr postmed (Meursius) ασαβούρωτος, cpd w. *σαβουρωτός (: σαβουρώνω)]

ασαγήνευτος, -η, -ο [asayíneftos] (L)
  • unseduced, unswayed, unmoved (syn αδελέαστος 1, ασυγκίνητος):
    • έμεινε ~από την ομορφιά της

[fr kath ασαγήνευτος ← PatrG, cpd w. *σαγηνευτός (: σαγηνεύω)]

ασαΐτευτος, -η, -ο [asaíteftos]
  • not shot at w. an arrow (syn ατόξευτος)

[cpd w. *σαϊτευτός (: σαϊτεύω)]

ασακάτευτος, -η, -ο [asakáteftos]
  • not crippled (ant σακατεμένος):
    • αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί και ασακάτευτοι (Myriv)

[cpd w. *σακατευτός (: σακατεύω)]

ασάκκιαστος, -η, -ο [asácjastos]
  • not put in sacks (syn ασακκούλιαστος, ant σακκιασμένος):
    • τα καπνά έμειναν ασάκκιαστα

[cpd w. *σακκιαστός (: σακκιάζω)]

ασακκούλιαστος, -η, -ο [asakúljastos] region. = ασάκκιαστος

[cpd w. *σακκουλιαστός (: σακκουλιάζω)]

ασαλάγητος, -η, -ο [asaláγitos] (& ασαλάγιστος) region.
  • not moved or led w. (a herdsman's) cries:
    • ασαλάγητο κοπάδι

[cpd w. *σαγαλητός (: σαγαλώ, der of σάγαλος)]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...158   Next >
Go to page:Go