Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρχοντοχωριάτικος, -η, -ο [arxondoxorjátikos]
- pertaining to or characteristic of wealthy and boorish peasants (near-syn αγροίκος):
- αρχοντοχωριάτικη ευμάρεια, νοοτροπία, ψυχολογία |
- αρχοντοχωριάτικο σπίτι |
- ~ τρόπος |
- οι ζωηρές επευφημίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν αρχοντοχωριάτικες (Thrylos) |
- γίνεται κάποια πολύ πομπώδης, σχεδόν αρχοντοχωριάτικη, επίδειξη των .. φωτιστικών μέσων του θεάτρου (Athanasiadis-N)
[der of αρχοντοχωριάτης]
- pertaining to or characteristic of wealthy and boorish peasants (near-syn αγροίκος):



