Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιτεκτονικότητα [arçitektonikόtita] η, (L)
- quality of organized or architectural construction:
- η συνειδητή, θεληματικά πλασμένη ~των ωδών του [Kάλβου] δεν είναι .. κάτι επίπλαστο (Tsatsos)
[neol, der of αρχιτεκτονικός]
- quality of organized or architectural construction: