Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιστρατηγία [arçistratiyía] η, (L) milit
- rank or office of the commander-in-chief of the army:
- τον φοβήθηκαν [τον Kολοκοτρώνη] και τον πετάξανε από την ~(Petsalis) |
- για να φθάσει στην ~, τι θυσίες δεν έκανε ο Kαραϊσκάκης (ChZalokostas) |
- του είπε, μόλις ανέλαβε την ~, πως θα νικήσει με τη βοήθεια του θεού (Fteris)
[fr kath (neol) αρχιστρατηγία, der of αρχιστράτηγος]
- rank or office of the commander-in-chief of the army: