Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιραβίνος [arçiravínos] ο, (L)
- chief rabbi:
- έδειξε σημεία σεβασμού .. απέναντι του αρχιραβίνου όλων των εβραϊκών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας (Vacalop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιραβίνος (1880), cpd w. ραβίνος; cf PatrG αρχιραββίτης 'chief rabbi' (Clemens, 4th c.)]
- chief rabbi: