Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιπειρατής [arçipiratís] ο,
- pirate chief (syn αρχικουρσάρος):
- ο καπετάνιος, που την κουμαντάρει ..., είν' ένας τζαναμπέτης και κακορίζικος ~(Sfyroeras)
[fr K αρχιπειρατής, cpd w. πειρατής]
- pirate chief (syn αρχικουρσάρος):