Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιεροσύνη [arçierosíni] η, (L) eccl
- office, rank, or service of a prelate, prelacy (syn αρχιερατεία):
- οι περισσότερες απ' όλες τις άλλες (sc ομιλίες) είναι προγενέστερες της αρχιεροσύνης του Bασιλείου (Tatakis) |
- οι τριαντατρείς ανάξιοι της αρχιεροσύνης τους ιεράρχες έδωσαν ψήφο αξιότητας στον πρεσβύτη (Palaiologos) |
- κατά τη γνώμη σου η ~ και η ιεροσύνη δεν αξίζουνε τίποτα, αφού .. κι οι χασάπηδες ακόμα μπορούν χωρίς άδεια να κάνουνε τον ιεροκήρυκα; (Bastias)
[fr kath αρχιερωσύνη ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (LXX, also pap); cf ιερωσύνη]
- office, rank, or service of a prelate, prelacy (syn αρχιερατεία):