Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιότητα
1 εγγραφή
αρχαιότητα [arçeόtita] η, (& αρχαιότης) pl αρχαιότητες, (L)
  • ① quality or state of being ancient, great age, antiquity, ancientness (near-syn παλαιότητα):
    • η ~του αγάλματος, της μονής |
    • η ~ της ελληνικής παροικίας της Aιγύπτου |
    • έχτισαν ένα τζαμί, το τρίτο σε ~ .. τζαμί του κόσμου (Evelpidis) |
    • η μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση δείχνει έμμεσα και την ~ ενός γνωρίσματος (Poulianos)
  • ⓐ priority of office or service, seniority:
    • προαγωγή κατ' ~| πίνακας αρχαιότητας seniority list |
    • δεν πήραν υπόψη την ~ του υποδιευθυντή
  • ② the times of classical antiquity, ancient times:
    • οι ποιητές, οι σοφοί της αρχαιότητας |
    • δεν έχει μικρότερη σκηνική αξία η σκέψη του να μεταφέρει το δημοτικό τραγούδι στην ~(Athanasiadis-N) |
    • οι αγώνες αυτοί ήταν μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων πανελληνίων αγώνων, που ετελούντο στην ~ (Varelas) |
    • ο Ήρωνας ήταν ο μεγαλύτερος μηχανικός της αρχαιότητας, ύστερα απ' τον Aρχιμήδη (Evelpidis, adapted)
  • ⓑ the people or culture of classical antiquity:
    • το πνεύμα της αρχαιότητας |
    • η ~ δεν άργησε να καταλάβει πως το εμπόριο γέννησε τα ταξίδια (Athanasiadis-N) |
    • η Γαλλική Aκαδημία δημιούργησε μια κατηγορία πανηγυρικών λόγων, που δεν γνώριζε η ~ (Tsatsos) |
    • πρώτα η ελληνική αρχαιότης και ύστερα η ρωμαϊκή .. είναι στοιχεία ζωής, μορφής και νοήματος (Theodorakop) |
    • η ~ θεωρούσε τα αγάλματα αυτά ως τ' αριστουργήματα του Πραξιτέλους (ChZalokostas, adapted)
  • ③ pl αρχαιότητες οι, ancient monuments or relics, antiquities (syn τα αρχαία):
    • στην Aθήνα .. έχετε αρχαιότητες (Xenop) |
    • η Eφορεία Aρχαιοτήτων Kαβάλας νοίκιασε ένα ισόγειο .. για τη στέγαση και αποθήκευση των αρχαιοτήτων (DLazaridis)

[fr kath αρχαιότης ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχαιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες