Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιοπρεπής
1 εγγραφή
αρχαιοπρεπής, -ής, -ές [arçeoprepís] (L)
  • reminiscent of or imitating the ancients or their style, ancient in style, archaic (syn αρχαιόπρεπος D, αρχαιότροπος, near-syn αρχαϊκός2 1, αρχαιόμορφος 1):
    • ~ρυθμός |
    • ~τραγωδία |
    • ~ γλώσσα, καθαρεύουσα |
    • αρχαιοπρεπές επίγραμμα, όνομα, ύφος |
    • ο Παλλάντιος .. έδωσε σχεδόν σ' όλα τα κτίσματα, που εδημιούργησε, .. μιαν αρχαιοπρεπή κλασική μορφή (Kanellop) |
    • στριμώχνει τα γεγονότα μέσα σε αρχαιοπρεπέστατες γλωσσικές εκφράσεις (id.) |
    • το όνομα όμως Pήγας Φεραίος, που θεωρήθηκε αρχαιοπρεπέστερο, ο ίδιος δεν το χρησιμοποίησε ποτέ (Vranousis)

[fr kath αρχαιοπρεπής ← MG (6th c.) ← K, AG ἀρχαιοπρεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες