Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρτοπλασία [artoplasía] η, Gr Orthod Ch = αρτοκλασία 1
- :
- ένα τραπέζι χρησίμευε για τις αρτοπλασίες και για τα κόλλυβα κατά το μνημόσυνο
[cpd w. -πλασία (: πλάσσω) in σκευοπλασία, γυψοπλασία etc]



