Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτοκλασία
1 εγγραφή
αρτοκλασία [artoklasía] η, (L) Christ relig
  • ① ceremony of breaking and consecrating the Eucharist (syn αρτοπλασία):
    • θα ψαλεί εσπερινός με ~ |
    • μόλις ήρθε η στιγμή της αρτοκλασίας .. έβρεξε επάνω τους η χάρη (Papatsonis)
  • ② loaves of bread brought to church and blessed by the priest during the service, altar bread, oblation (syn άρτος 2a, λειτουργικά, πεντάρτι, πρόσφορο)

[fr kath αρτοκλασία ← postmed ← MG (Du Cange) & αρτοκλασιά, cpd w. -κλασία (: κλάω); cf MG (Tzetzes) αρτόκλασμα 'morsel of bread' and NT (Luke 24:35) κλάσις τοῦ ἄρτου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες