Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηριοσκλήρυνση
1 εγγραφή
αρτηριοσκλήρυνση [artiriosklírinsi] η, (L) med
  • hardening of the arteries, arteriosclerosis (syn αρτιοσκλήρυνση 1)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρτηριοσκλήρυνσις, cpd w. σκλήρυνσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες