Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρευστοποίητος
1 εγγραφή
αρρευστοποίητος, -η, -ο [arefstopíitos] (L)
  • ① not turned into liquid, not liquefied, unmelted (ant ρευστοποιημένος, υγροποιημένος):
    • αρρευστοποίητο μέταλλο
  • ② which has not been, or cannot be, converted into cash, not subject to liquidation, unliquidated (ant ρευστοποιημένος):
    • αρρευστοποίητη περιουσία

[fr kath (neol Koumanoudis) αρρευστοποίητος, cpd w. *ρευστοποιητός (: ρευστοποιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες