Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβώνιαστος
1 εγγραφή
αρραβώνιαστος, -η, -ο [aravόnjastos] rare
  • not (yet) affianced, unengaged, unbetrothed (ant αρραβωνιασμένος):
    • αρραβώνιαστα κορίτσια |
    • έμεινε αρραβώνιαστη

[fr *αρραβωνιαστός w. regressive accent for privat sense; cf άγγιχτος, αρίθμητος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες