Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβώνιαστος, -η, -ο [aravόnjastos] rare
- not (yet) affianced, unengaged, unbetrothed (ant αρραβωνιασμένος):
- αρραβώνιαστα κορίτσια |
- έμεινε αρραβώνιαστη
[fr *αρραβωνιαστός w. regressive accent for privat sense; cf άγγιχτος, αρίθμητος etc]
- not (yet) affianced, unengaged, unbetrothed (ant αρραβωνιασμένος):