Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβώνιασμα [aravόnjazma] το, (& αρρεβώνιασμα) usu pl αρραβωνιάσματα τα,
- ① engagement, betrothal (syn in αρραβώνας 2):
- θα αναγγελθούν σύντομα τα αρραβωνιάσματα του ζεύγους |
- σωστό είναι τα αρραβωνιάσματα να μην τραβάνε πολύ του μάκρους (Petsalis) |
- κάλλιο το 'χει μια και καλή, δίχως αρρεβωνιάσματα, να μας στεφανώσει (Vlami)
- ② engagement ceremony (syn in αρραβώνας 2b):
- έτσι γινήκανε και τα επίσημα αρραβωνιάσματα την παραάλλη ημέρα (Petsalis)
[fr postmed (Somavera), MG αρραβώνιασμα, der of αρραβωνιάζω]
- ① engagement, betrothal (syn in αρραβώνας 2):



