Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρούφηχτος, -η, -ο [arúfixtos] region. (Pelop, Crete)
- not drawn in or sucked (ant ρουφηχτός):
- κατάπιε τη σούπα αρούφηχτη
[cpd w. ρουφηχτός]
- not drawn in or sucked (ant ρουφηχτός):