Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρούφηχτος
1 εγγραφή
αρούφηχτος, -η, -ο [arúfixtos] region. (Pelop, Crete)
  • not drawn in or sucked (ant ρουφηχτός):
    • κατάπιε τη σούπα αρούφηχτη

[cpd w. ρουφηχτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες