Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αροτριώντα ζώα [arotriόnda zόa] τα, (L) agric
- plow animals:
- ζευγάρι αροτριώντων ζώων |
- οι αγρότες να εφοδιασθούν με τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία, με ~ (Angelop)
[fr kath αροτριών (ζώον), prp of αροτριώ]
- plow animals:



