Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρνητικός, -ή, -ό [arnitikós] (L)
- ① expressing negation or denial, negative (syn αποφατικός, ant καταφατικός):
- αρνητικό επίρρημα (μόριο) gramm negative adverb (particle) |
- του απάντησε μ' ένα αρνητικό κίνημα του κεφαλιού (Nirvanas) |
- οι αρνητικοί και οι μεταφορικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται συνήθως για ρητορικούς σκοπούς (Papanoutsos) |
- στην πρώτη κρίση έχομε θετική πρόταση με αρνητικό κατηγορούμενο (Tatakis)
- ⓐ rejecting, contradicting, denying, negative (syn απορριπτικός):
- ~ |
- αρνητική κρίση, υπόθεση |
- αρνητικό συμπέρασμα |
- αρνητικά επιχειρήματα |
- αρνητική πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα αυτό (IPesmazoglou) |
- η θέση του στάθηκε αδιάλλακτα αρνητική απέναντι στην πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή (LPolitis)
- ② marked by the absence or the reverse of a certain feature, negative, opposite:
- αρνητική επιτάχυνση negative acceleration, deceleration (syn επιβράδυνση) |
- για αρνητική ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να μιλήσομε (Theodorakop) |
- η συγνώμη δεν είναι πράξη αρνητική, δεν είναι αποχή από εκδίκηση ή κύρωση (Bastias)
- ⓑ chem & med denying the presence of a certain substance or condition in the body under examination, negative (ant θετικός):
- αρνητική αντίδραση negative reaction |
- αρνητική διάγνωση negative diagnosis |
- τα αποτελέσματα της μικροβιολογικής εξέτασης ήταν αρνητικά
- ③ expressing or holding negative ideas, non-constructive, negative, contrary, negativist (ant θετικός):
- ~ |
- αρνητική κριτική |
- αρνητικές θέσεις |
- τα παιδιά έχουν αρνητική στάση απέναντι στους γονείς τους |
- υποτάσσομαι στην αρνητική σας διάθεση (Karagatsis) |
- δεν πρόκειται για το όχι του αντιρρησία, του αρνητικού τύπου, που πολεμάει τα πάντα (Panagiotop) |
- όσοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν γραφειοκρατική νοοτροπία .. δείχνουν συνήθως πνεύμα αρνητικό (PSolomos)
- ⓒ adverse, negative, unfavorable (ant ευνοϊκός, θετικός):
- αρνητικές επιπτώσεις, αρνητικά αποτελέσματα |
- αρνητική επίδραση των υπερκοστολογήσεων στο ισοζύγιο πληρωμών |
- ο προϊστάμενος του έγραψε (έκαμε) αρνητική αναφορά |
- αγαπά να παρουσιάζει τους ανθρώπους από την αρνητική τους και άσχημη πλευρά (Athanasiadis-N) |
- αναφέρει σωρεία βιβλίων, που περιέχουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς για την ιατρική επιστήμη (Thrylos) |
- η απουσία των θεσμών ελευθερίας προκαλεί αρνητικές επιδράσεις στην επιστημονική δημιουργία (IPesmazoglou) |
- τα μοναστήρια δεν είχαν ακόμα τον αρνητικό χαραχτήρα, που απόχτησαν αργότερα (Sardelis)
- ④ math, phys & anthrop less than or below zero, preceded by the minus sign, negative (ant θετικός):
- αρνητική θερμοκρασία below zero temperature |
- ~ αριθμός negative number |
- αρνητική ποσότητα minus quantity |
- αρνητική σχέση παρουσιάζουν η ομάδα των γυναικών της Θράκης και η ομάδα των ανδρών της δυτικής Mικράς Aσίας (Poulianos)
- ⓓ phys opposite in direction or position to an arbitrarily selected positive:
- αρνητική φορά negative direction, negative sense
- ⓔ electr relating to, charged w., or containing negative electricity, negative (ant θετικός):
- ~ |
- αρνητική φόρτιση (or αρνητικό φορτίο) negative charge |
- αρνητικό ιόν negative ion, anion (syn ανιόν) |
- αρνητικό ηλεκτρόδιο negative electrode
- ⑤ photography reproducing the bright parts of the subject as dark areas and the dark parts as light areas, negative:
- αρνητική εικόνα |
- o Aλέξης Zορμπάς είναι ένας δεύτερος Kαζαντζάκης, κάτι σαν η αρνητική φωτογραφική πλάκα της πραγματικής του μορφής (Chatzinis)
- ⓕ typogr white-lettered on black background:
- ο τίτλος του βιβλίου τυπώθηκε ~
[fr kath αρνητικός ← postmed (Somavera) αρνητικός ← K ἀρνητικός]
- ① expressing negation or denial, negative (syn αποφατικός, ant καταφατικός):