Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αρνί
6 items total [1 - 6]
αρνί [arní] το,
  • ① zoo sheep, lamb (syn αμνός L):
    • ο κόσμος άλλαξε, γινήκανε οι λύκοι αρνιά (Petsalis) |
    • prov παίζει ο λύκος με τ' ~,γυρίζει ο λύκος, τρώει τ' ~ |
    • folks. και σαν ~ |
    • poem στ' αμπέλ' η κόρη κάθεται και παίζει με τ' ~
  • ⓐ mutton, lamb (syn αρνάκι 3):
    • ~ |
    • ~ του γάλακτος baby lamb
  • ② fig quiet, docile, or harmless person, lamb (syn αρνάκι 2):
    • prov όποιος γίνεται ~,τον τρώει ο λύκος he who turns into a lamb is eaten by the wolf, mild-mannered or good-natured people are taken advantage of |
    • ένα χαστούκι της αστράφτω και γίνεται ~ (Tsirkas) |
    • poem ψάχνεις ποιος πολίτης είναι πλούσιος, μαλακός, ~ | και που τρέμει τους μπελάδες κλ (Stavrou Ar)
  • ③ ~

[fr postmed, MG αρνί(ν) ← PatrG, K (also pap), AG ἀρνίον]

αρνιακό [arniakό] το,
  • lambskin, sheepskin (syn αρνόδερμα, αρνοπροβιά, αρνοτόμαρο)

[substantiv. n of dial αρνιακός, der of αρνί]

αρνιέμαι s. αρνούμαι.
αρνίο [arnίo] το, (L)
  • Christ rel symbolic name for, or symbolic representation of, Jesus Christ as a lamb, Lamb of God (syn αμνός b):
    • συμπίπτει η μορφή του σταυρού με την απαντωμένη πίσω από το αρνίο του θριαμβευτικού τόξου της Mονής Σινά (Pallas)

[fr kath αρνίον ← PatrG; cf ἀρνί]

αρνιούμαι s. αρνούμαι.
αρνίσιος s. αρνήσιος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go