Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρματολίκι [armatolíci] το, hist
- ① area controlled by or under the jurisdiction of the αρματολοί (armatoli):
- τα Άγραφα ήταν το πρώτο ~, που αναγκάστηκαν ν' αναγνωρίσουν οι Tούρκοι (Vacalop) |
- το ~ του Kαρπενησιού περιλάβαινε όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής (Varelas) |
- πολέμησαν στα ντόπια αρματολίκια, που δουλεύανε τότες τη Bενετιά (Petsalis) |
- οι αρματολοί αφήνουν τ' αρματολίκια και σκαρφαλώνουν στα λημέρια των κλεφτών (Sardelis)
- ② title, office, or function of the αρματολοί:
- κι όταν υπάρξει η πατρίς, δε σου χρειάζονται αρματολίκια· παίρνεις τις τιμές της πατρίδος (Makryg) |
- του κάκου τους τάζει και τ' ~ (Vlachogiannis) |
- folks. αγάδες, κάνετε καλά, | γιατί σας καίμε τα χωριά· | γρήγορα τ' ~, | γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι (MMerlier) |
- poem τ' ~
[fr MG *αρματολίκιν, der of αρματολικόν; cf απελατίκι, βρετίκια (ευρετικά), δεκανίκι, συχαρίκια (συχαρικά), σκουλαρίκι (σχολαρικόν) etc]
- ① area controlled by or under the jurisdiction of the αρματολοί (armatoli):