Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκώ
1 εγγραφή
αρκώ [arkό] αρκεί, ipf αρκούσα, aor άρκεσα (subj αρκέσω), mi αρκούμαι (& αρκιέμαι), ipf αρκούμουν (& αρκιόμουν), aor αρκέστηκα (& αρκέσθηκα; subj αρκεστώ & αρκεσθώ; imper 2sg αρκέσου), (L)
  • ① usu 3sg or pl be enough, be sufficient, suffice (syn επαρκώ L, φτάνω, syn phr είμαι αρκετός):
    • ~ |
    • δεν αρκούν δυο αυτοκίνητα για την εκδρομή |
    • τα χρήματα που έχω αρκούν και περισσεύουν |
    • δεν αρκούν τα λόγια μόνο |
    • αρκούν τ' αστεία! enough of jokes! |
    • της αρκεί μια καλύβα |
    • του αρκεί να την βλέπει ευτυχισμένη |
    • αρκεί συνάθροιση σπέρματος στις κύστεις, για να έλθει η επιθυμία (Katsigra) |
    • δεν αρκεί να γραφτεί ένα ποίημα, πρέπει και να ανακοινωθεί (Chatzinis) |
    • ο μισθός της υποδιευθύντριας δεν αρκούσε, για να τρώνε όλοι το ίδιο (KPapa) |
    • άρκεσε να περάσουν λίγες μέρες, για να σκορπίσει το πρώτο μούδιασμα (KStergiop)
  • ⓐ impers provided (that), on condition (that), if only (syn phr φτάνει μόνο):
    • θα του τηλεφωνήσω, αρκεί να μου το θυμίσεις |
    • είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα (Kondylakis) |
    • poem .. ασκί | το πετσί μου ας το κάμουν, αρκεί | απ' τα χρέη να ξεφύγω κλ (Stavrou Ar)
  • ② mi αρκούμαι be content (w.), content o.s. (w.), confine o.s. (to) (near-syn ικανοποιούμαι, περιορίζομαι):
    • αρκούμαι ν' αναφέρω ένα παράδειγμα |
    • αρκείται στη μελέτη, στα όνειρά του |
    • αρκείται στα γρήγορα συμπεράσματα |
    • η κυβέρνηση αρκέστηκε σε διαμαρτυρία |
    • σπάνια είναι η γυναίκα, που αρκιέται σ' ένα σύζυγο (Kanellop) |
    • δε θα ήμασταν συνεπέστεροι, αν αρκούμασταν σε ό,τι μας προσφέρει η εποχή μας; (Giatras) |
    • ο Π. αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους (Tsirkas) |
    • πρέπει ν' αρκεστούμε σε μια περαστική στιγμούλα (KPolitis) |
    • poem με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται! (Kavafis) |
    • .. αρκέσου στην κουβέντα τους | και στη θεωρία τους τώρα μόνο (Skipis)

[fr postmed, MG αρκώ ← K (also pap), AG ἀρκῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες