Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρθρωτικός, -ή, -ό [arθrotikós] (L)
- related to or affecting the composition or organization of sth, pivotal, structural (syn διαρθρωτικός):
- αρθρωτικές μορφές, τάσεις |
- ο ~ άξονας του βιβλίου |
- τα αρθρωτικά σημεία της λογοτεχνίας |
- ο επιστημοτεχνικός οργασμός αποτελεί βασική λειτουργική προϋπόθεση του αρθρωτικού ρυθμού της κοινωνίας (Despotop) |
- το πρώτο και το τρίτο κώλο παρουσιάζουν φωνητική συγγένεια, καθώς τα αρθρωτικά τους φωνήεντα είναι το α και το ο (Maronitis)
[fr kath (neol) αρθρωτικός, der of αρθρωτός]
- related to or affecting the composition or organization of sth, pivotal, structural (syn διαρθρωτικός):



