Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αρθρωτικός
1 item total
αρθρωτικός, -ή, -ό [arθrotikós] (L)
  • related to or affecting the composition or organization of sth, pivotal, structural (syn διαρθρωτικός):
    • αρθρωτικές μορφές, τάσεις |
    • ο ~ άξονας του βιβλίου |
    • τα αρθρωτικά σημεία της λογοτεχνίας |
    • ο επιστημοτεχνικός οργασμός αποτελεί βασική λειτουργική προϋπόθεση του αρθρωτικού ρυθμού της κοινωνίας (Despotop) |
    • το πρώτο και το τρίτο κώλο παρουσιάζουν φωνητική συγγένεια, καθώς τα αρθρωτικά τους φωνήεντα είναι το α και το ο (Maronitis)

[fr kath (neol) αρθρωτικός, der of αρθρωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go