Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθροκλόπος
1 εγγραφή
αρθροκλόπος [arθroklόpos] ο, (L) journ
  • plagiarist of newspaper or magazine articles (near-syn λογοκλόπος)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθροκλόπος, cpd w. combin form -κλόπος; cf βουκλόπος, γαμοκλόπος, κυνοκλόπος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες