Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρθρικός, -ή, -ό [arθrikós] (L) anat
- of or pertaining to the joints, articular:
- αρθρική επιφάνεια |
- ~θύλακος synovial bursa |
- ~ υμένας synovial membrane
[fr kath αρθρικός ← LK ἀρθρικός]
- of or pertaining to the joints, articular: