Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθραλγία
1 εγγραφή
αρθραλγία [arθralyía] η, (L) med
  • pain in the joints, arthralgia

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθραλγία ← ISV arthralgia; cf Fr arthralgie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες