Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρειανός
4 εγγραφές [1 - 4]
αρειανός1 [arianós] ο, (L) Christ relig = αρειανιστής
:
  • ανάλαβε να ρυθμίσει το ζήτημα των αρειανών στη σύνοδο της Nικαίας (Evelpidis) |
  • εθεώρησε τους αρειανούς επικίνδυνους εχθρούς του κράτους (Stasinop)

[fr kath αρειανός ← PatrG ἀρειανός, der of 0Aρειος]

αρειανός2, -ή, -ό [arianós] Christ relig
  • follower of Arianism, Arian:
    • ο ~αυτοκράτωρ Oυάλης καταδιώκει τους ορθοδόξους (Stasinop)

[der of αρειανός1]

αρειανός3 [arianós] ο,
  • fan of the athletic club Άρης

[neol, der of Άρης]

αρειανός4 [arianós] ο,
  • inhabitant of the planet Mars, Martian (syn άρειος)

[neol, der of Άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες