Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργοπόρηση [arγopόrisi] η, (L)
- delay, procrastination, tardiness (syn άργητα 1, αργοπόρημα, αργοπορία 1, βραδυπορία, καθυστέρηση)
[fr kath (neol) αργοπόρησις, der of αργοπορώ]