Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοπόρημα
1 εγγραφή
αργοπόρημα [arγopόrima] το, (& D αργοπόρεμα)
  • delay, tardiness (syn αργοπορία 1, καθυστέρηση):
    • έρχονται στιγμές και τ' αργοπόρεμα τούτο χτυπά το στοχασμό του ποιητή με την πίκρα ενός θανάτου (Palam) |
    • μια νύφη δεν είναι ποτέ έτοιμη· το ~είναι στολισμός (Papantoniou) |
    • τους στίχους τους είπε γρήγορα, χωρίς να δώσει κανένα ~ στην απαγγελία της (KParaschos)

[der of αργοπορώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες