Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργασμένος
1 εγγραφή
αργασμένος, -η, -ο [arγazménos]
  • ① tanned, paddled, curried (syn αργαστός, κατεργασμένος):
    • αργασμένο πετσί, τομάρι |
    • η μάνα βάζει το νεκρογέννητό της σε μια τραγατζίκα, μια σακκούλα από αργασμένο τομάρι (Venezis) |
    • τα στρογγυλά τους πρόσωπα, που έμοιαζαν μ' αργασμένα δέρματα (Ouranis)
  • ⓐ fig inured, hardy, hardened, tough, rough (syn σκληραγωγημένος):
    • και πιο κάτω δυο χοντρές αργασμένες χερούκλες κρατούσαν το τιμόνι (Kazantz) |
    • ήταν ένας κουρσάρος, ψηλός, χοντρός και βαρύς, μ' αργασμένο τομάρι (Panagiotop) |
    • η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι (Terzakis) |
    • ο καπτάν-Nικόλας με τα φρύδια και τα μαλλιά κομμάτι ξανθισμένα απ' τον ήλιο και την άρμη, .. και τη σκληρή φάτσα αργασμένη απ' το κύμα (Zappas) |
    • poem και μεροκαματιάρηδες, με το πετσί αργασμένο, | κι από τα μακεδονικά βουνά κι από της Θράκης | τους κάμπους .. (Palam) |
    • εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στα αργασμένα μπράτσα (Ritsos) |
    • χάλκινο άστραφτε το δέρμα σου αργασμένο | απ' τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή (Lefkis)
  • ② plowed (syn οργωμένος):
    • γη αργασμένη, χωράφι αργασμένο

[ppp of αργάζω, this fr εργασμένος or οργασμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες