Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρβυλώνω [arvilόno] pass αρβυλώνομαι, aor αρβυλώθηκα
- provide w. military boots:
- από τη στιγμή εκείνη τράφηκαν οι νηστικοί, ντύθηκαν οι κουρελιασμένοι, αρβυλώθηκαν οι ξυπόλυτοι και γέμισαν αυτόματα και πυρομαχικά (ChZalokostas)
[der of αρβύλα; cf παπουτσώνω]
- provide w. military boots:



