Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρβυλώνω
1 εγγραφή
αρβυλώνω [arvilόno] pass αρβυλώνομαι, aor αρβυλώθηκα
  • provide w. military boots:
    • από τη στιγμή εκείνη τράφηκαν οι νηστικοί, ντύθηκαν οι κουρελιασμένοι, αρβυλώθηκαν οι ξυπόλυτοι και γέμισαν αυτόματα και πυρομαχικά (ChZalokostas)

[der of αρβύλα; cf παπουτσώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες