Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αραχοβίτικος, -η, -ο [araxovítikos]
- of or fr Arachova (in Parnassis):
- ~χορός |
- αραχοβίτικα ταγάρια, πήλινα αττικά αγγεία (Gialourakis) |
- η μεγάλη σάλα ήταν το πιο απλόχωρο δώμα του σπιτιού στρωμένη μ' αραχοβίτικα παρδαλόχρωμα καρπίτια (Vlami) |
- poem σε περιέχω όπως τ' αραχοβίτικο κιούπι το λάδι (Andreou) |
- κιλίμι αραχοβίτικο, |..| υφασμένο από νυχτέρι σε νυχτέρι, δέκα χρόνια (Theodorou)
[der of Aραχοβίτης w. suff -ικος]
- of or fr Arachova (in Parnassis):