Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αραχνιασμένος
1 item total
αραχνιασμένος, -η, -ο [araxnjazménos] (& region. αραχλιασμένος)
  • ① covered or filled w. cobwebs, cobwebbed (syn αραχνερός, αραχνιαστός 1, αραχνοπιασμένος, αραχνός 1):
    • ~πύργος, τοίχος |
    • αραχνιασμένη αίθουσα, αποθήκη, γωνιά, σκάλα, σπηλιά |
    • αραχνιασμένο μαγαζί, μνήμα, μοναστήρι, φάντασμα |
    • αραχνιασμένα βατόμουρα, βιβλία, τζάμια |
    • στο σπουδαστήρι τ' αραχνιασμένο με το άγνωστο παλεύει ο σοφός (Panagiotop) |
    • γαμήλια στέφανα .. σκονισμένα, αραχνιασμένα (Moraitidis) |
    • folks. Δήμο μου, τι 'σαι κίτρινος και τι 'σ' ~; (Passow) |
    • παρακαλώ σε, μαύρη γης, κι αραχνιασμένο χώμα, | αυτόν τον νιο, που σου 'στειλα, να μη μου τον μαράνεις (DPetrop) |
    • poem ομπρός του παρεσιάζεται αραχνιασμένη εικόνα (Solom) |
    • σάβανο αραχνιασμένο φόρεσεν | η παγερότατη γαλήνη (Malakasis) |
    • και τώρα είσαι ένα τίποτα, όπως δείχνει | τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα (Myrtiotissa)
  • ② dark, gloomy (syn αραχνιαστός 2, άραχνος 3, σκοτεινός):
    • folks. βάλε φωτιά στην καλαμιά, να ιδείς πώς θα μαυρίσει, | έτσι είναι κ' η καρδούλα μου μαύρη κι αραχνιασμένη (DPetrop)
  • ③ fig antiquated, dusty, stale (near-syn L απαρχαιωμένος, παλαιωμένος):
    • ~οργανισμός, αραχνιασμένο σύστημα |
    • μένομε καρφωμένοι σε ιδέες αραχνιασμένες (Papanoutsos) |
    • σεβόντουσαν τους παλιούς, αραχνιασμένους τύπους της ευπρέπειας (Petsalis) |
    • η πολιτεία έβγαινε από αραχνιασμένες μνήμες (Chatzinis)

[fr postmed, MG αραχνιασμένος, ppp of αραχνιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go