Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αραθυμιά [araθimjá] η, (& L αραθυμία)
- ① irascibility, irritability, anger (syn θυμός, L οξυθυμία):
- θέλησα να πάω μαζί του και γω, γιατί πολύ τη φοβόμουν την ~του A. (Panagiotop) |
- ήταν λέξεις που βγήκανε στην ~, στο ξάναμμά του (Levantas) |
- poem έστεκε στο μισημένο | το ζυγό μ' ~(Solom)
- ② slothfulness, laziness, languor (syn L νωθρότητα, ραθυμία):
- poem τραγούδι δεν ακούς ποτές· | μόνο άχαρες και βαρετές | νότες, ~μεστές (Agras) |
- στεγνό το χώμα ολούθε, ~ μεστό (KStergiop)
- ③ strong wish, craving (syn πόθος):
- έχει ~για γλυκά
[fr postmed, MG αραθυμία / αραθυμιά, cpd w. AG (+) (r)αθυμία]
- ① irascibility, irritability, anger (syn θυμός, L οξυθυμία):