Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραγονέζικος
1 εγγραφή
αραγονέζικος, -η, -ο [araγonézikos] (L)
  • pertaining to or characteristic of the Aragonese, Aragonese:
    • οι λεβαντίνοι της Iσπανίας [είναι] θηλυκές ψυχές, που τόσο γλυκά συμπληρώνουν την αραγονέζικη αρσενικιά τραχύτητα (Kazantz)

[der of Aραγονέζος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες