Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραβο- [aravo] 1st me of cpds (L)
- ① Arab-, Arabic-:
- αραβοβυζαντινός, αραβοελληνικός, αραβοκορινθιακός, αραβογοτθικός, αραβοενετικός, αραβοσυριακός, αραβοεβραϊκός, αραβοϊσπανικός etc
- ② of or pertaining to Arabs:
- αραβογραφία, αραβοφιλία, αραβόφιλος etc.
- ① Arab-, Arabic-: