Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αραβοϊσραηλινός, -ή, -ό [aravoizrailinós] (L)
- Arab-Israeli:
- ~πόλεμος, αραβοϊσραηλινή διένεξη |
- αραβοϊσραηλινές θέσεις |
- διευθέτηση του αραβοϊσραηλινού προβλήματος
[fr kath (neol) αραβοϊσραηλινός, cpd w. ισραηλινός]
- Arab-Israeli:



